σώσιμο

σώσιμο
το, Ν
1. διάσωση, σωτηρία
2. κατανάλωση, τέλειωμα, εξάντληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σωσ- τού αορ. έ-σωσ-α τού σώζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σώσιμο — το, ατος 1. διάσωση: Είναι αδύνατο το σώσιμο των ναυαγών. 2. τελείωμα: Το σώσιμο των τροφίμων τον ανησύχησε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάντληση — η 1. η τέλεια άντληση, το πλήρες άδειασμα, η κατανάλωση, το σώσιμο: Εξάντληση πυρομαχικών. 2. ατονία, κάμψη αντοχής, σωματική κατάπτωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σω(σ)μός — ο σώσιμο, διάσωση, γλιτωμός: Ήταν θαύμα ο σωσμός του από το βομβαρδισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”